ὄγκινος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, hook, Lat. uncīnus, Poll.1.137, Sch.Ar.Pl.431.
German (Pape)
[Seite 290] ὁ, der Widerhaken, Schol. Ar. Plut. 431. Bei Poll. 1, 137 schreibt Bekker ὄγκοι.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγκινος: ὁ, Λατ. uncinus, ἄγκιστρον, ἁρπάγη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 431. 2) μέρος τῆς ἀκίδος τοῦ βέλους, Πολυδ. Α΄, 137. 3) κολαστήριον ὄργανον ὅμοιον πρὸς ὄνυχας γαμψωνύχου ὀρνέου, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Φιλίππ. 34, Πράξ. Φιλίππ. παρ’ Ἑλλαδίῳ 18, κλ.