παύση
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
και πάψη και πάψιμο / παῦσις, ἡ, ΝΑ παύω
η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση»)
2. συνεκδ. το σχετικό έγγραφο («του κοινοποιήθηκε η παύση»)
3. στον πληθ. οι παύσεις
(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων
4. μουσ. χρονική διάρκεια χωρίς ήχο σε ένα μουσικό μέλος
5. μουσ. παύση ή σημείο παύσεως
το μουσικό σημείο που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη διάρκεια της παύσης («παύση ογδόου»).