ὄκλασις
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
εως, ἡ, crouching with bent hams, squatting, Hp.Art.82, Luc.Salt.41.
German (Pape)
[Seite 315] ἡ, das mit gebogenen Knieen Niedersitzen auf die Fersen; Erotian. u. Hippocr.; βοός, Luc. salt. 41, das Biegen der Kniee.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκλᾰσις: ἡ, (ὀκλάζω) τὸ ὀκλάζειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, Λουκ. π. Ὀρχ. 41· - οὕτως ὄκλασμα, τό, ἦτο Περσική τις ὄρχησις, καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπιπτεν εἰς τὰ γόνατα, «ἔκαμνε κάτσαις», Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'accroupir, de replier ses genoux.
Étymologie: ὀκλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὄκλασις: εως ἡ сидение на корточках: βοὸς ὄ. Luc. прилегший вол.