μομφά
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (Slater)
μομφά censure αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (ὄνειδος τοῖς Ἕλλησι περιεποίησε aut οὐκ ὀλίγην μέμψιν ἔχει ἐν τοῖς Ἕλλησι. Σ: “er machte ihnen einen Vorwurf, bzw., er ist ihnen ein Vorwurf,” Bischoff, Gnomen, 25̆{39}, cf. fr. 359.) (I. 4.36)
Russian (Dvoretsky)
μομφά: ἡ дор. = μομφή.