χρυσόπεπλος

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπεπλος Medium diacritics: χρυσόπεπλος Low diacritics: χρυσόπεπλος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: chrysópeplos Transliteration B: chrysopeplos Transliteration C: chrysopeplos Beta Code: xruso/peplos

English (LSJ)

ον, with robe of gold, κούρα Anacr.76; Μναμοσύνα Pi.I.6(5).75; Ἥρη B.18.22.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων πέπλον, ἐσθῆτα ἐκ χρυσοῦ, χρυσόπεπλε κούρα Ἀνακρ. 76 (80)· χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Πινδ. Ι. 6 (5). τέλ.

English (Slater)

χρῡσόπεπλος, -ον with golden robe χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πέπλος (πρβλ. λινό-πεπλος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπεπλος: в златотканном одеянии (κούρα Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).