χρυσόπεπλος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, with robe of gold, κούρα Anacr.76; Μναμοσύνα Pi.I.6(5).75; Ἥρη B.18.22.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων πέπλον, ἐσθῆτα ἐκ χρυσοῦ, χρυσόπεπλε κούρα Ἀνακρ. 76 (80)· χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Πινδ. Ι. 6 (5). τέλ.
English (Slater)
χρῡσόπεπλος, -ον with golden robe χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πέπλος (πρβλ. λινό-πεπλος)].
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπεπλος: в златотканном одеянии (κούρα Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).