συνειλύω
From LSJ
English (LSJ)
roll together, EM333.42.
Greek (Liddell-Scott)
συνειλύω: τυλίσσω ὁμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 333, 42, ἐν λέξ. ἔλυτρον.
Greek Monolingual
Α
τυλίγω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].
Full diacritics: συνειλύω | Medium diacritics: συνειλύω | Low diacritics: συνειλύω | Capitals: ΣΥΝΕΙΛΥΩ |
Transliteration A: syneilýō | Transliteration B: syneilyō | Transliteration C: syneilyo | Beta Code: suneilu/w |
roll together, EM333.42.
συνειλύω: τυλίσσω ὁμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 333, 42, ἐν λέξ. ἔλυτρον.
Α
τυλίγω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].