δεσποσύνη

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποσύνη Medium diacritics: δεσποσύνη Low diacritics: δεσποσύνη Capitals: ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ
Transliteration A: desposýnē Transliteration B: desposynē Transliteration C: desposyni Beta Code: desposu/nh

English (LSJ)

ἡ, absolute rule, despotism, Hdt.7.102.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.

Greek Monolingual

η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].

Greek Monotonic

δεσποσύνη: ἡ (δεσπότης), = δεσποτεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δεσποσύνη:неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] overheersing.