διασωστικός

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασωστικός Medium diacritics: διασωστικός Low diacritics: διασωστικός Capitals: ΔΙΑΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diasōstikós Transliteration B: diasōstikos Transliteration C: diasostikos Beta Code: diaswstiko/s

English (LSJ)

ή, όν, preservative, Max.Tyr.20.5, al.; δύναμις Gal.Nat.Fac.1.14; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede conservar o preservar, δύναμις ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.Intr.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5
que salva, salvador, liberador στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5
fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios Corp.Herm.18.14.

German (Pape)

[Seite 605] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διασωστικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.