δικασμός
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ὁ, giving judgement, Ph.1.133.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
procedimiento judicial Ph.1.133
•juicio δ. λαοῦ Origenes Io.13.13.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκασμός: -οῦ, ὁ, τὸ δικάζειν, κρίνειν, Φίλων 1.133.