γομφωτός
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ή, όν, fastened with bolts: πλοῖα γ. ships slightly put together, so that they could be taken to pieces, Str.16.1.11, cf. Aristeas71.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
unido con pernos, fijado con clavos τὰ πλοῖα Str.16.1.11, cf. Aristeas 71
•de Cristo clavado en la cruz, Nonn.Par.Eu.Io.19.76.
German (Pape)
[Seite 501] zusammengefügt, πλοῖα Strab. XVI, 741; angenagelt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
γομφωτός: -ή, -όν, διὰ γόμφων συνηρμοσμένος, πλοῖα γ., πλοῖα ἐλαφρῶς συνηρμοσμένα ὥστε καὶ ἠδύναντο νὰ διαλυθῶσιν εἰς τεμάχια, Στράβων 741.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γομφωτός, -ή, -όν) γομφώ
συναρμολογημένος με καρφιά ή πασσάλους.