γυρινώδης
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
ες like a tadpole, Arist.HA568a1.
Spanish (DGE)
-ες
semejante a un renacuajo de peces recién nacidos, Arist.HA 568a1.
German (Pape)
[Seite 512] wie eine Kaulquappe, Arist. H. A. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
γῠρῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γυρῖνον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 13, 12.
Greek Monolingual
γυρινώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με γυρίνο.
Russian (Dvoretsky)
γῡρῑνώδης: похожий на головастика (sc. ἰχθύδια) Arst.