ἀγλαόδενδρος
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
ον, with beautiful trees, Pi.O.9.20.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndidos árboles κλυτὰν Λοκρῶν ... ματέρ' ἀγλαόδενδρον de Opunte, Pi.O.9.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόδενδρος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰ καὶ ὡραῖα δένδρα, Πινδ. Ο. 9. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux arbres splendides, càd vigoureux.
Étymologie: ἀγλαός, δένδρον.
English (Slater)
ἀγλᾰόδενδρος, -ον with lovely trees κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον (τὴν Ὀποῦντα. Σ.) (O. 9.20)
Greek Monotonic
ἀγλαόδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει όμορφα και λαμπερά δέντρα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόδενδρος: покрытый прекрасными деревьями (μάτηρ Λοκρῶν, т. е. Ὀπόεις Pind.).