ἀνασχινδυλεύω

From LSJ
Revision as of 13:22, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχινδῠλεύω Medium diacritics: ἀνασχινδυλεύω Low diacritics: ανασχινδυλεύω Capitals: ΑΝΑΣΧΙΝΔΥΛΕΥΩ
Transliteration A: anaschindyleúō Transliteration B: anaschindyleuō Transliteration C: anaschindyleyo Beta Code: a)nasxinduleu/w

English (LSJ)

= ἀνασκολοπίζω, Pl.R.362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.

German (Pape)

[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.

Greek Monolingual

ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω)
ανασκολοπίζω, σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχινδυλεύω: сажать на кол Plat.