ἀποξυλίζω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
deprive of its woody fibre, κράμβην Arist.Pr.873b4 (v.l. ἀποχυλίζοντες).
Spanish (DGE)
quitar el troncho (κράμβην) Arist.Pr.873b4.
German (Pape)
[Seite 317] abholzen, der holzigen Theile berauben, κράμβην Arist. Probl. 3, 17, wo Sylburg ἀποχυλίζω ändern wollte.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠλίζω: ἀφαιρῶ τὰς ξυλώδεις ἶνας, ἀποξυλίζοντες κράμβην Ἀριστ. Πρβλ. 3. 17˙ διάφορ. γραφ. ἀποχυλίζω.
Greek Monolingual
ἀποξυλίζω (Α)
αφαιρώ τις ξυλώδεις ίνες.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξῠλίζω: лишать деревянистости (sc. τὴν κράμβην Arst.).