ἀπόρρημα
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπερὦ) prohibition, Pl.Plt.296a.
Spanish (DGE)
-ματος, τό prohibición Pl.Plt.296a, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.
Greek Monolingual
ἀπόρρημα, το (Α) ρήμα
απαγόρευση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρημα: ατος τό запрет, запрещение Plat.