ἐμπυελίς
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (πύελος) socket or bearing to receive a κνώδαξ, ib.2.3.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero Aut.2.3.
German (Pape)
[Seite 818] ίδος, ἡ (πύελος), Büchse, Loch, worin sich ein Zapfen bewegt, Hechan.
Greek Monolingual
ἐμπυελίς, η και υποκορ. εμπυελίδιον (Α)
(μηχαν.) κοίλωμα ή τρύπα από όπου εισέρχεται ο άξονας του τροχού.