covenant
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό.
Bond: P. συγγραφή, ἡ, συμβόλαιον, το, συνάλλαγμα, τό.
Promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.
Make a covenant: P. and V. σύμβασιν ποιεῖσθαι; see v. covenant.
v. intrans.
P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.
Promise: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, V. ὑπίσχεσθαι.
Covenant with: P. and V. συμβαίνειν (dat.), συντίθεσθαι (dat ).