διουρίζω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
Ion. for διορίζω, Hdt. II percolate, Orib.Fr.97.
Spanish (DGE)
filtrar μετακένου (sic) τὸ ὑγρὸν ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ, ὡς μὴ διουρίσῃ trasvasa el líquido a un vaso de bronce, para que no lo filtre Orib.Ec.96.3.
v. διορίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διορίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διουρίζω: Ἰων. ἀντὶ διορίζω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διουρίζω: Ιων. αντί διορίζω.
Russian (Dvoretsky)
διουρίζω: ион. = διορίζω.