βρόδον
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
i.e. ϝρόδον, Aeol. for ῥόδον, Sapph.68.2, Supp.25.13, A.D. Adv.157.20.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
éol. p. ῥόδον.
Étymologie: DELG de *Ϝρόδον.
Greek (Liddell-Scott)
βρόδον: Αἰολ. ἀντὶ ῥόδον, Σαπφὼ 69 Ahr.
Greek Monolingual
βρόδον, το (Α)
(αιολ. τ.) ρόδον.
[ΕΤΥΜΟΛ. βρόδον < Fρόδον (βλ. ρόδο)).