εὐόνειρος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόνειρος Medium diacritics: εὐόνειρος Low diacritics: ευόνειρος Capitals: ΕΥΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: euóneiros Transliteration B: euoneiros Transliteration C: evoneiros Beta Code: eu)o/neiros

English (LSJ)

ον, having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams, νύξ Hld.3.5; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.
Étymologie: εὖ, ὄνειρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόνειρος: -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.

Greek Monolingual

εὐόνειρος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα
2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον
το ευχάριστο όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον].