δέχαται
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. épq. de δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέχαται: ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monotonic
δέχαται: Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέχαται: эп. 3 л. pl. pf. к δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέχαται Ion. poët. ind. praes. 3 plur. van δέχομαι.