Χαλδαϊκός
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ή, όν, Chaldaean, γράμματα Ath. 12.529f; ἱστορίαι, title of work by Berosus, J. AJ 10.11.1, cf. Ap. 1.20; μέθοδος, i.e. astrology, S.E. M. 5.43 (so Χαλδαϊκή alone, ib. 45); ἐπιτηδεύματα Dam. ap. Suid. s.v. Χαλδαϊκοῖς; Comp. Χαλδαϊκώτερος Id. Pr. 206. Adv. Χαλδαϊκῶς ib. 183.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Chaldée ou des Chaldéens.
Étymologie: Χαλδαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
Χαλδαϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Χαλδαίους, Ἀθήν. 529F, Ἰώσηπος, κλπ.· ― Χαλδαϊστί, Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Χαλδαίων, διάφ. γραφ. ἐν Δανιὴλ Β΄, 26.
Russian (Dvoretsky)
Χαλδαϊκός: халдейский Plut., Sext.