μοῦστος
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
ὁ, = Lat. mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.
Greek (Liddell-Scott)
μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.
Greek Monolingual
ο (Μ μοῦστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].