κύστιγξ
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of κύστις, Hp. ap. Gal.19.116.
German (Pape)
[Seite 1538] ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
petite vessie.
Étymologie: κύστις.
Greek (Liddell-Scott)
κύστιγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύστις, Ἱππ. ἐν Λεξ. Γαλην. σ. 512.
Greek Monolingual
κύστιγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
υποκορ. του κύστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγ-ος, κατά το φύσιγξ].