κρουστέον
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
one must knock at, τηνδεδί (sc. θύραν) Ar.Ec.989.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de κρούω.
Greek (Liddell-Scott)
κρουστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κρούειν, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 989.
Russian (Dvoretsky)
κρουστέον: adj. verb. к κρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρουστέον, adj. verb. van κρούω, er moet gebeukt worden.