ποττῶ

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 690] ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, richtiger getrennt geschrieben, πὸτ τῶ u. s. w., dorisch statt πρὸς τοῦ, τῷ, τόν, τούς, τήν, s. oben πότ.

French (Bailly abrégé)

v. ποτί.

Greek (Liddell-Scott)

ποττῶ: ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.

Greek Monotonic

ποττῶ: ποτ-τῷ, ποτ-τόν, ποτ-τώς, ποτ-τάν, Δωρ. αντί πρὸς τῶ, πρὸς τῷ κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποττῶ: Theocr. = ποτὶ τοῦ.