ἀμφίτομος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ον, cutting on both sides, two-edged, βέλεμνον A. Ag. 1496; λόγχαι, ξίφη, E. Hipp. 1375, El. 164; βουπλήξ QS. 11.190.
Spanish (DGE)
-ον
de doble filo, βέλεμνον A.A.1496, λόγχη E.Hipp.1375, βουπλήξ Q.S.11.190, Nonn.D.5.14.
German (Pape)
[Seite 145] zweischneidig, βέλεμνον Aesch. Ag. 1475; λόγχαι Eur. Hipp. 1375; ξίφος El. 164. Ebenso sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 168 πέλεκυς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: ἀμφί, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίτομος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν τέμνων, δίστομος, βέλεμνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, ξίφη Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίτομος: обоюдоострый (βέλεμνον Aesch.; ξίφος, λόγχη Eur.).