ἐντόσθια
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
German (Pape)
[Seite 857] τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσθια geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
intestins, entrailles.
Étymologie: ἔντοσθε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντόσθια: -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το ἔγκατα, ἔνδινα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ τύπος ἐνδόσθια παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδόσθια· ἔγκατα», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.
Greek Monolingual
τα
βλ. εντόσθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐντόσθια: τά внутренности Plat., Arst.