ἐπιτρόπευσις
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἐπιτροπεία I, Pl.R.554c.
German (Pape)
[Seite 996] ἡ, dasselbe, τῶν ὀρφανῶν Plat. Rep. VII, 554 c.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἐπιτροπεία.
Étymologie: ἐπιτροπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρόπευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Πλάτ. Πολ. 554C.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρόπευσις: εως ἡ Plat. = ἐπιτροπεία.