ἴδηαι
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
2sg. aor. 2 subj. Med. of εἰδόμην, Ep. for ἴδῃ. ἴδημα, ατος, τό,= ὅραμα, Hsch.: ἰδήμων,= εἰδ-, Id.: ἰδήρατος, ον, beautiful, Id. ἰδησῶ, Dor. fut. of εἶδον, I shall see, Theoc.3.37. ἰδίᾳ, v. ἴδιος v1. 2.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. épq. sbj. ao.2 de *εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδηαι: β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τοῦ μέσ. ἀορ. β΄ εἰδόμην, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἴδῃ.
English (Autenrieth)
see εἴδω (I.).
Greek Monotonic
ἴδηαι: Επικ. αντί ἴδῃ, βʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ εἰδόμην.
Russian (Dvoretsky)
ἴδηαι: (= ἴδῃ) эп. 2 л. aor. 2 conjct. med. к *εἴδω.