αἱμωπός
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
όν, = αἱματωπός, AP6.35 (Leon.), S.E.P.1.44, Paul.Aeg. 3.41; flushed, Ph.2.585.
Spanish (DGE)
-όν
1 de aspecto sangriento λύκος AP 6.35 (Leon.), ὑπόσφαγμα S.E.P.1.44
•subst. πλὴν ὀλίγων αἱμωπῶν ἢ καὶ μυξωδῶν excepto unas pocas cosas sanguinolentas y/o mucosidades Paul.Aeg.3.41.
2 de colores encarnado, colorado (παντοδαπάς χρόας) αἱ., ὠχρός, πελιδνός Ph.2.585.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμωπός -όν αἷμα, ὤψ] met bloederig aangezicht.
Russian (Dvoretsky)
αἱμωπός: Sext., Anth. = αἱματωπός.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμωπός: -όν, = αἱματωπός, Ἀνθ. Π. 6, 35, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 44.
Greek Monotonic
αἱμωπός: -όν = αἱματωπός, σε Ανθ.
Middle Liddell
= αἱματωπός, Anth.]