γηράς
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
v. γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηράς ptc. aor. act. van γηράσκω, γηράω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.