κλαύσομαι
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
French (Bailly abrégé)
v. κλαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαύσομαι, Dor. κλαυσοῦμαι fut. van κλαίω.
Russian (Dvoretsky)
κλαύσομαι: fut. к κλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
κλαύσομαι: μέλλ. τοῦ κλαίω, Δωρ. κλαυσοῦμαι.
Greek Monotonic
κλαύσομαι: Δωρ. κλαυσοῦμαι, μέλ. του κλαίω.