βατώδης
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ες, A thorny, Str.4.3.5. 2 like a blackberry, τὸ μόρον τὸ β. Phan.Hist.33. II overgrown with thorns, Plb.2.28.8.
Spanish (DGE)
-ες
1 fragoso, lleno de zarzas, enmarañado τόποι Plb.2.28.8, τὴν ὀφρὺν τοῦ ποταμοῦ ... βατώδη Plb.12.22.4.
2 espinoso λύγοι Str.4.3.5, τὸ μόρον τὸ βατῶδες Phan.42.
German (Pape)
[Seite 439] ες, dornartig, dornicht, Strab. 4, 3, 5; mit Dornen bewachsen, τόπος Pol. 2, 28. 12, 22.
Russian (Dvoretsky)
βᾰτώδης: поросший колючками (τόπος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀκάνθῃ, ἀκανθώδης, Στράβ. 194. ΙΙ. κεκαλυμμένος μὲ ἀκάνθας, Πολύβ. 2. 28, 8.
Greek Monolingual
-ες (AM βατώδης, -ες) βάτος (Ι)]
1. όμοιος με βάτο
2. σκεπασμένος με βάτους
αρχ.
όμοιος με βατόμουρο.