βατώδης
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
βατῶδες,
A thorny, Str.4.3.5.
2 like a blackberry, τὸ μόρον τὸ β. Phan.Hist.33.
II overgrown with thorns, Plb.2.28.8.
Spanish (DGE)
-ες
1 fragoso, lleno de zarzas, enmarañado τόποι Plb.2.28.8, τὴν ὀφρὺν τοῦ ποταμοῦ ... βατώδη Plb.12.22.4.
2 espinoso λύγοι Str.4.3.5, τὸ μόρον τὸ βατῶδες Phan.42.
German (Pape)
[Seite 439] ες, dornartig, dornicht, Strab. 4, 3, 5; mit Dornen bewachsen, τόπος Pol. 2, 28. 12, 22.
Russian (Dvoretsky)
βᾰτώδης: поросший колючками (τόπος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀκάνθῃ, ἀκανθώδης, Στράβ. 194. ΙΙ. κεκαλυμμένος μὲ ἀκάνθας, Πολύβ. 2. 28, 8.
Greek Monolingual
-ες (AM βατώδης, -ες) βάτος (Ι)]
1. όμοιος με βάτο
2. σκεπασμένος με βάτους
αρχ.
όμοιος με βατόμουρο.