διαποστέλλω

From LSJ
Revision as of 12:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποστέλλω Medium diacritics: διαποστέλλω Low diacritics: διαποστέλλω Capitals: ΔΙΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: diapostéllō Transliteration B: diapostellō Transliteration C: diapostello Beta Code: diaposte/llw

English (LSJ)

dispatch, χρήματα εἰς Χίον D.35.54, cf. Plb.5.17.9, D.S.19.30; κήρυκας Supp.Epigr.2.261.6 (Delph., iii B. C.):—Pass., τοῦ παρ' ἡμῶν -ομένου παιδαρίου UPZ39.18 (ii B. C.); of a letter, Plb. 5.42.7; of scouts, Id.18.22.2:—Med. in act. sense, IG12(7).32.15 (Amorgos), SIG692.56 (Delph., ii B.C.); send as a representative, POxy.286.26 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de cosa enviar, mandar τὰ χρήματα τὰ παρ' ἡμῶν εἰς Χίον D.35.54, τοῦ δό[γμ] ατος τὸ ἀντίγραφον πρὸς τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναί[ω] ν FD 2.68.56 (III a.C.), cf. 3.238.23 (II a.C.), en v. pas. ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Plb.5.42.7.
2 c. ac. de pers. enviar, despachar esp. como mensajero πρὸς τοὺς ἄλλο[υς] Ἕλληνας διεπρέσβευσαν καὶ κήρυκας διαποστείλ[αν] τες ... FD 1.479.5 (III a.C.), τοὺς γραμματοφόρους πρὸς τὰς ἐν Πελοποννήσῳ ... πόλεις Plb.5.17.9, (τοὺς αὐτομολήσαντας) ἐπὶ τὰς πόλεις D.S.19.50, cf. 61, en v. pas. οἱ διαποστελλόμενοι Plb.18.22.2, ὁ διαποσταλησόμενος πρὸς αὐτόν Plb.31.15.13, τὸ παρ' ἡμῶν διαποστελλόμενον παιδάριον UPZ 39.18 (II a.C.)
tb. como representante o apoderado, en v. pas. διαπέσταλμαι πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ [τελείωσι] ν PFam.Teb.29.12 (II d.C.), cf. BGU 1168.3 (I a.C.), ὁ διαπεσταλμένος ὑπ' ἐμοῦ Αὐρήλιος Ἀπολλώνιος POxy.1220.46 (III d.C.), cf. PMich.614.37 (III d.C.)
raro en v. med. πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ τελείωσιν διαπέσταλμαι Ἡρακλείδην POxy.286.26 (I d.C.), cf. PLond.908.35 (II d.C.).

French (Bailly abrégé)

1 envoyer de côté et d'autre;
2 envoyer par un messager, mander en parl. d'une lettre;
3 envoyer comme messager.
Étymologie: διά, ἀποστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

διαποστέλλω:
1) рассылать (τῶν ἱππέων τοὺς ἐλαφροτάτους Diod.);
2) посылать, отправлять (ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διαποστέλλω: ἀποστέλλω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἐξαποστέλλω, Δημ. 942. 16, Πολύβ. 5. 42, 7, κτλ.

Greek Monotonic

διαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -στελω
to send off in different directions, dispatch, Dem.