διφαλαγγία

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐφᾰλαγγία Medium diacritics: διφαλαγγία Low diacritics: διφαλαγγία Capitals: ΔΙΦΑΛΑΓΓΙΑ
Transliteration A: diphalangía Transliteration B: diphalangia Transliteration C: difalaggia Beta Code: difalaggi/a

English (LSJ)

ἡ, A phalanx marching in two divisions, Plb.2.66.9, 12.20.7, Ael.Tact.36.3, Arr.Tact.28.6. 2 = διφαλαγγαρχία, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.33.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 formación de marcha en dos cuerpos Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, δ. ἐπάλληλος falange desdoblada a lo largo Plb.2.66.9.
2 cuerpo de dos falanges, e.e., 8192 hombres, Ascl.Tact.2.10, Arr.Tact.10.7, Ael.Tact.33.5, cf. διφαλαγγαρχία.

Russian (Dvoretsky)

διφᾰλαγγία: ἡ воен. двойная фаланга Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διφᾰλαγγία: ἡ, διπλῆ φάλαγξ, Πολύβ. 2. 66, 9, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α διφαλαγγία)
νεοελλ.
ναυτ. πορεία πλοίων σε δύο φάλαγγες
αρχ.
φάλαγγα που βαδίζει παραταγμένη σε διπλούς στοίχους.