διέσσυτο
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
v. sub διασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
v. διασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
διέσσῠτο: Hom. 3 л. sing. aor. к διασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.
English (Autenrieth)
see διασεύομαι.
Greek Monotonic
διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.