καμινευτήρ

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτήρ Medium diacritics: καμινευτήρ Low diacritics: καμινευτήρ Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΗΡ
Transliteration A: kamineutḗr Transliteration B: kamineutēr Transliteration C: kamineftir Beta Code: kamineuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = καμινεύς (furnace-worker, smith, potter) ; αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, AP 6.92 (Phil.) ; — fem. καμινεύτρια Aristarch. ap. Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.

German (Pape)

[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.

Greek Monotonic

κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.

Middle Liddell

κᾰμῑνευτήρ, ῆρος,
αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, Anth. [from κᾰμινεύω]