κεκρατημένως
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
Adv., (κρατέω) A in a masterly manner, ἀποδεδωκέναι Hipparch.1.8.11, cf. Phld.Po.5.26, 29. 2 vigorously, v.l. in D.H. Comp.25. 3 positively, S.E.M.11.42.
German (Pape)
[Seite 1413] von κρατέω, fest, gest. Emp. adv. eth. 42.
Russian (Dvoretsky)
κεκρᾰτημένως: ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
κεκρᾰτημένως: Ἐπίρρ., (κρατέω) σταθερῶς, ὡρισμένως, «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.
Greek Monolingual
κεκρατημένως (Α)
επίρρ.
1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά
2. θετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρατῶ «εξουσιάζω»].