κεκρατημένως

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκρᾰτημένως Medium diacritics: κεκρατημένως Low diacritics: κεκρατημένως Capitals: ΚΕΚΡΑΤΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kekratēménōs Transliteration B: kekratēmenōs Transliteration C: kekratimenos Beta Code: kekrathme/nws

English (LSJ)

Adv., (κρατέω) A in a masterly manner, ἀποδεδωκέναι Hipparch.1.8.11, cf. Phld.Po.5.26, 29. 2 vigorously, v.l. in D.H. Comp.25. 3 positively, S.E.M.11.42.

German (Pape)

[Seite 1413] von κρατέω, fest, gest. Emp. adv. eth. 42.

Russian (Dvoretsky)

κεκρᾰτημένως: ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

κεκρᾰτημένως: Ἐπίρρ., (κρατέω) σταθερῶς, ὡρισμένως, «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.

Greek Monolingual

κεκρατημένως (Α)
επίρρ.
1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά
2. θετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρατῶ «εξουσιάζω»].