ναετήρ
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = ναέτης (inhabitant), AP 7.409 (Antip. Thess.), DP. 455, etc.
Russian (Dvoretsky)
ναετήρ: ῆρος ὁ Anth. = ναέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ναετήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χριστοδ. Ἔκφρ. 116, Ἀνθ. Π. 7. 409, κτλ.
Greek Monolingual
ναετήρ, ὁ (Α) ναίω
ναέτης, κάτοικος.
Greek Monotonic
ναετήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ.