νυκτιλαθραιοφάγος

From LSJ
Revision as of 15:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλαθραιοφάγος Medium diacritics: νυκτιλαθραιοφάγος Low diacritics: νυκτιλαθραιοφάγος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΘΡΑΙΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: nyktilathraiophágos Transliteration B: nyktilathraiophagos Transliteration C: nyktilathraiofagos Beta Code: nuktilaqraiofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, eating secretly by night, Epigr. ap. Hegesand. I.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange la nuit en cachette.
Étymologie: νύξ, λαθραῖος, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐλαθραιοφάγος: (φᾰ) тайком питающийся ночью (ирон. эпитет некоторых философов) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.

Greek Monolingual

νυκτιλαθραιοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαθραῖος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].

Greek Monotonic

νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει κρυφά τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτῐ-λαθραιο-φάγος, ον, [fa˘gei˘n]
eating secretly by night, Anth.