τάφιος

From LSJ
Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάφιος Medium diacritics: τάφιος Low diacritics: τάφιος Capitals: ΤΑΦΙΟΣ
Transliteration A: táphios Transliteration B: taphios Transliteration C: tafios Beta Code: ta/fios

English (LSJ)

α, ον, A = ταφήϊος, λίθος gravestone, AP7.40 (Diod.). II pl. τάφια, τά, burial-place, IG12(1).736 (Camirus, iii B.C.): but also τᾶν ταφιᾶν (from ταφία or ταφιά) Supp.Epigr.3.674A4, al. (Rhodes, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1075] = Vorigem, λίθος, Leichenstein, Diod. iun. 12 (VII, 40).

Russian (Dvoretsky)

τάφιος: (ᾰ) надгробный, надмогильный (λίθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τάφιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 7· τ. λίθος, ἐπιτάφιος λίθος, Ἀνθ. Π. 7. 40.

Greek Monolingual

ία, -ον, Α τάφος
1. ταφήϊος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τάφια
νεκροταφείο
3. φρ. «τάφιος λίθος» — ταφόπετρα.

Greek Monotonic

τάφιος: -α, -ον, = το προηγ., τάφιος λίθος, ταφόπετρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τάφιος, η, ον = τᾰφήιος]
τ. λίθος a grave stone. Anth.