τρηχαλέος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
η, ον, poet. for τρηχύς, Pancrat.Oxy.1085.11, Marc. SId.27, AP5.291.6 (Agath.), 6.63 (Damoch.), 64 (Paul. Sil.), APl. 4.113 (Jul.).
Russian (Dvoretsky)
τρηχᾰλέος: Anth. = τρηχύς.
Greek (Liddell-Scott)
τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τρηχύς, τραχύς, Ἀνθ. Π. 5. 292., 6. 63, 64, Πλαν. 113.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
(ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. του τραχύς + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].
Greek Monotonic
τρηχᾰλέος: -η, -ον, ποιητ. αντί τρηχύς, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρηχᾰλέος, η, ον, [poetic for τρηχύς, Anth.]