ἀγηνόρειος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
Dor. ἀγᾱνόρειος, α, ον, = ἀγήνωρ, A.Pers.1026.
German (Pape)
[Seite 13] adj. zu ἀγήνωρ, Aeschyl.
Russian (Dvoretsky)
ἀγηνόρειος: Aesch. v.l. = ἀγανόρενος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγηνόρειος: Δωρ. ἀγᾱνόρ-, α, ον = ἀγήνωρ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1026
Greek Monotonic
ἀγηνόρειος: Δωρ. ἀγᾱνόρ-, -α, -ον = ἀγήνωρ, σε Αισχύλ.