ἁμερόκοιτος
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
English (LSJ)
Doric for ἡμερόκοιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
Greek Monotonic
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.