ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
adj.
P. and V. εὐπειθής (Plat.), κατήκοος (Plat.), V. εὔαρκτος, εὐπιθής, πείθαρχος, φιλήνιος; see docile.