ἐπαμμένος
From LSJ
οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
English (LSJ)
Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.