ἐπαμμένος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.