ἔπληντο
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
3pl. Ep. aor. 2 Pass. of πελάζω, Il.4.449, 8.63.
Russian (Dvoretsky)
ἔπληντο: эп. 3 л. pl. aor. pass. к πελάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπληντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. Παθ. ἀορ. τοῦ πελάζω, Ἰλ. Δ. 449, Θ. 63.
English (Autenrieth)
see πελάζω.
Greek Monotonic
ἔπληντο: γʹ πληθ. Επικ. Παθ. αορ. του πελάζω.